εύτονος

εύτονος
-η, -ο (ΑΜ εύτονος)
1. καλά τεντωμένος, νευρώδης, ζωηρός, εύρωστος, ακμαίος
2. (για το ανθρώπινο σώμα και τα μέλη του) ισχυρός, υγιής, αρτιμελής
3. (για πράξεις και ενέργειες) αυτός που γίνεται με ζήλο, με δραστηριότητα, ο έντονος
αρχ.
1. (ως ειδικός όρος τής φιλοσ. τών Στωικών) αυτός που έχει ισχυρό τόνο*
2. (για μηχανές) αυτός που έχει ένταση ενέργειας
3. (για ανέμους) ισχυρός, δυνατός, σφοδρός
4. (για κρασί) δυνατός
5. (για πληγές) βαθύς, γερός
6. (για μέταλλα) ελαστικός, χαλαρός στη σύσταση
7. (για φυτά) αυτός που έχει δύναμη επενέργειας, δραστικός
8. (για πρόσ.) ενεργητικός, δραστήριος
9. (για βλέμμα) ζωηρός, εκφραστικός, με ένταση
10. (για ρήτορα) αυτός που έχει έντονο ρητορικό ύφος, σθεναρή ευγλωττία
11. (για τη φωνή) αυτός που έχει καλό τόνο
12. το ουδ. ως ουσ. τό εύτονον
α) η ευτονία, η σθεναρότητα, η δύναμη
β) είδος κολλυρίου.
επίρρ...
ευτόνως (ΑΜ ευτόνως)
σθεναρά, με ένταση, με ζήλο
αρχ.
1. δραστήρια
2. αποφασιστικά, επιτακτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τονος (< τόνος < τείνω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τον- τού θ. τεν- (πρβλ. ά-τονος, πολύ-τονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὔτονος — well strung masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτονώτερον — εὔτονος well strung masc acc comp sg εὔτονος well strung neut nom/voc/acc comp sg εὔτονος well strung adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτονωτάτων — εὔτονος well strung fem gen superl pl εὔτονος well strung masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτονωτέραις — εὔτονος well strung fem dat comp pl εὐτονωτέρᾱͅς , εὔτονος well strung fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτονωτέρων — εὔτονος well strung fem gen comp pl εὔτονος well strung masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτονώτατα — εὔτονος well strung adverbial superl εὔτονος well strung neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτονώτατον — εὔτονος well strung masc acc superl sg εὔτονος well strung neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτόνως — εὔτονος well strung adverbial εὔτονος well strung masc/fem acc pl (doric) εὐτονόω tone up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔτονον — εὔτονος well strung masc/fem acc sg εὔτονος well strung neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐτονωτάτη — εὔτονος well strung fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”